«Γλωσσικές» Επικοινωνιακές Παρεξηγήσεις Ελλήνων και Τούρκων
PDF Εκτύπωση E-mail

Ομιλία του Ηρακλή Μήλλα στο συνέδριο «Η Γλώσσα σαν μέσο επικοινωνίας και πολιτιστικής αλληλεπίδρασης» στις 9-11 Νοεμβρίου 2001 στην Ρόδο το οποίο διοργανώθηκε από το Σπίτι της Ευρώπης Ρόδου . Έκδοση: Η Κινστέρνα, Περιοδικό Λόγου και Τέχνης, 2003.

«Γλωσσικές» Επικοινωνιακές Παρεξηγήσεις Ελλήνων και Τούρκων

     Όσοι ασχολήθηκαν με μεταφράσεις και με διερμηνεία σχετικά με θέματα που άπτονται πολιτικών συγκρούσεων στον διεθνή στίβο και ειδικότερα με θέματα επίλυσης διαφορών μεταξύ εθνών και κρατών, θα έχουν παρατηρήσει ότι η γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας παίζει ένα πολύ σημαντικό και ιδιάζοντα ρόλο. Η κάθε χώρα αποδίδει διαφορετικές έννοιες στις ίδιες λέξεις ή χρησιμοποιεί διαφορετικές λέξεις για το ίδιο αντικείμενο, το ίδιο πρόσωπο, το ίδιο φαινόμενο. Η γλώσσα, σαν κάθε πολιτισμικό φαινόμενο, είναι φορτισμένη με συνειρμούς που σχετίζονται με την «ιστορία» της κάθε γλωσσικής ομάδας. Αλλά η ερμηνεία της ιστορίας διαφέρει από χώρα σε χώρα και από έθνος σε έθνος. Με την ίδια αναλογία και οι γλώσσες φέρουν την δική τους σημειολογία.

     Με «γλώσσα» εδώ νοείται το σύστημα επικοινωνίας που αναπτύσσουν οι ομάδες ανθρώπων για να συνεννοούνται μεταξύ τους. Αυτό το σύστημα δεν αποτελείται μόνο από λέξεις αλλά και από άλλα στοιχεία όπως ο τόνος και το ύφος του ομιλητή, οι κινήσεις του, δηλαδή και η γλώσσα του σώματος.    

     Πρώτα θα παραθέσω μερικά παραδείγματα επικοινωνιακών παρεξηγήσεων που προκύπτουν μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, όχι μόνο πολιτικών αλλά και απλών πολιτών, και μετά θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω το φαινόμενο και να θέσω το θεωρητικό πλαίσιο των επικοινωνιακών παρεξηγήσεων.

*

 

     Προβλήματα προκύπτουν όταν τα κύρια ονόματα τα οποία για κάθε πλευρά θεωρούνται αυτονόητα συσχετίζονται με εθνικές «ταυτότητες». Τα ονόματα αποτέλεσαν πρόβλημα όχι μόνο μεταξύ εθνών αλλά και μέσα στα ίδια τα έθνή. Μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες η Εκκλησία της Ελλάδας δεν επέτρεπε το βάπτισμα με αρχαία Ελληνικά ονόματα (και δίχως όνομα δεν μπορούσε το παιδί να αποκτήσει αστυνομική ταυτότητα, να πάει σχολείο, κ.ά.). Η Εκκλησία το 1819 για πρώτη φορά υποπτεύθηκε ότι οι λαϊκοί κύκλοι, και πολύ αργότερα οι μαρξιστές, απειλούσαν τη θρησκευτική παράδοση εισάγοντας ειδωλολατρικά ονόματα. Στην Τουρκία οι Κούρδοι αντιμετωπίζουν περιορισμούς όταν επιλέγουν κουρδικά ονόματα για τα παιδιά τους.

     Στις μέρες μας υπάρχουν ελληνοτουρκικές αντιπαλότητες σχετικά με ορισμένα τοπωνύμια και με χαρακτηρισμούς που σχετίζονται με σύγχρονα και αρχαία ονόματα Ελλήνων και Τούρκων. Στα αγγλικά τα πράγματα είναι απλούστερα: υπάρχουν Έλληνες και Τούρκοι. Αλλά στα τουρκικά και στα ελληνικά υπάρχουν διάφοροι τρόποι να αναφέρεσαι σ’ αυτές τις ομάδες ανθρώπων. Η κάθε πλευρά ακούγοντας τον «άλλο» να χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο όνομα, εκλαμβάνει την «περίεργη» χρήση σαν μια πρόκληση, σαν μια προσβολή και σαν μια σαφή άρνηση διαφόρων πραγμάτων: συχνά των κυριαρχικών «μας» δικαιωμάτων.

     Οι Έλληνες, στην Ελλάδα, αποκαλούν τον εαυτό τους «Έλληνες». Δε διαμαρτύρονται για το Γκρήηκ στα αγγλικά. Υπάρχουν Έλληνες/Greeks στις ΗΠΑ, στην Κύπρο, στην Κωνσταντινούπολη κ.ά., ανεξάρτητα αν νομικά αυτοί είναι πολίτες μιας άλλης χώρας. Οι Τούρκοι αποκαλούν τους Έλληνες Γιουνάν στα τουρκικά και Γκρήηκ στα αγγλικά. Αλλά στα τουρκικά χρησιμοποιείται μια άλλη λέξη για τους «Έλληνες» οι οποίοι δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα: Ρουμ (Ρωμιός). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε παραδοσιακά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το κράτος όπως και από τους ίδιους τους ελληνόφωνους αναφορικά με τους Ορθόδοξους Χριστιανούς και είναι παράγωγο της λέξης Ρωμαίος.[1]  

     Έτσι, για τους Τούρκους (όταν επικοινωνούν στα τουρκικά) δεν υπάρχουν Έλληνες στην Κύπρο αλλά μονάχα «Ρωμιοί». Τα μέλη της ελληνόφωνης Ορθόδοξης μειονότητας της Κωνσταντινούπολης είναι Ρωμιοί (Rum) και αποκαλούνται με αυτόν τον όρο. Ο Πατριάρχης είναι ο αρχηγός των Ρωμιών, κ.ά. Οι Ρωμιοί της Πόλης είναι βέβαια τούρκοι πολίτες (υπήκοοι) και περιστασιακώς εκλαμβάνονται ως Έλληνες, ως Ρωμιοί ή ως Τούρκοι. Για τους Τούρκους οι λέξεις Έλληνας και Ρωμιός δεν είναι συνώνυμες και δεν μπορούν να αντικαθιστούν η μια την άλλη. Με άλλα λόγια δεν είναι διατεθειμένοι να φιλοξενήσουν μια ελληνική (στα τουρκικά μια Yunan) μειονότητα ή έναν Έλληνα Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη.

     Οι Έλληνες αποκαλούν τους σύγχρονους Τούρκους απλά Τούρκους. Αλλά οι μουσουλμάνοι τουρκόφωνοι της Δυτικής Θράκης εξαιρούνται από αυτήν την εθνοτική/εθνική ταυτότητα και χαρακτηρίζονται μόνο ως μουσουλμάνοι. Τελευταία παρατηρούνται ορισμένες τάσεις όπου «Τούρκοι», Πομάκοι κ.ά. διαφοροποιούνται. Τελικά η χρήση των «ονομάτων» των Ελλήνων και των Τούρκων επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα στις διμερείς σχέσεις.

     Τα θέμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν εισάγουμε μια ιστορική διάσταση στα ονόματα. Για τους Έλληνες οι αρχαίοι Έλληνες είναι απλώς Έλληνες (όπως οι σύγχρονοι), αλλά οι Τούρκοι έχουν διάφορες λέξεις (στα τουρκικά) για τους ίδιους αρχαίους αν και αυτές οι λέξεις δεν ορίζονται με σαφήνεια: Έλληνες (Hellen), Γραικοί (Grek), Ίωνες (İon), Yunan, με, αλλά και δίχως τον προσδιορισμό «αρχαίοι». Για του Έλληνες οι Βυζαντινοί είναι σαφώς Έλληνες. Οι Τούρκοι θα χρησιμοποιήσουν τους προσδιορισμούς Γραικοί, Έλληνες, Ρωμιοί, Βυζαντινοί, Ορθόδοξοι, Ανατολικοί Ρωμαίοι ή Ρωμαίοι. Είναι ενδιαφέρον ότι και οι ίδιοι οι Έλληνες και οι Τούρκοι δεν γνωρίζουν την ύπαρξη της σύγχυσης, αλλά νιώθουν αμήχανα κάθε φορά που η «άλλη πλευρά» χρησιμοποιεί μια ασυνήθιστη και «περίεργη» ονομασία.

 

     Οι τοπωνυμίες είναι ένα άλλο περίπλοκο θέμα. Ένα γράμμα που ταχυδρομείται από την Τουρκία προς την Ελλάδα συνήθως δε γίνεται αποδεκτό από τις ελληνικές ταχυδρομικές αρχές και επιστρέφεται με μια σφραγίδα που λέει «άγνωστη διεύθυνση» αν στο φάκελο αναγράφεται ο όρος Yunanistan αντί Greece. Αυτό συμβαίνει ακόμα και αν με σαφήνεια δηλώνεται η πόλη, π.χ., η Αθήνα, και διευκρινίζεται η χώρα επίσης και ως «Hellas» ή «Greece». Η λογική είναι ότι οι ελληνικές αρχές αντιδρούν (με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας) κατά της άρνησης της τουρκικής πλευράς να αποδεχτεί τη χρήση της λέξης «Κωνσταντινούπολη».[2]

     Τα ελληνικά διαβατήρια δεν περιλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη σαν τόπο γέννησης κάποιου, εφόσον ο όρος θα προκαλέσει προβλήματα στον κάτοχο αυτού του ταξιδιωτικού εγγράφου όταν θα πάει στην Τουρκία. Μπορεί να μη γίνει δεκτός στη χώρα. Η λύση, εφόσον οι ελληνικές αρχές δε δέχονται να γράψουν τη λέξη Ισταμπούλ, είναι να αναγράφεται μια περιοχή, μια συνοικία της Πόλης. Ένας Τούρκος δεν παίρνει βίζα για να έρθει στην Ελλάδα αν στο διαβατήριό του αναγράφεται σαν χώρος γεννήσεως Gümülcine αντί της ελληνικής ονομασίας Κομοτηνή. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα αυτής της ευαισθησίας. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι χρησιμοποιούνται διάφορα ονόματα για τις ίδιες περιοχές: Χίος/Sakız, Αλεξανδρούπολη/Dedeağaç, Ξάνθη/İskeçe, Πέρα/Beyoğlu, Βόσπορος/Boğaziçi, Μακροχώρι/Bakırköy, Ίμια/Kardak, κ.ά. Και η χρήση της «άλλης» πλευράς συνήθως προκαλεί παρεξηγήσεις.

     Πολλά ονόματα εκλαμβάνονται σαν αναθέματα και σαν προκλήσεις. Ομάδες ανθρώπων αντιδράσανε έντονα και βγήκαν στους δρόμους στην Ελλάδα όταν διαδόσεις ήθελαν μια λεωφόρο της Θεσσαλονίκης να μετονομάζεται σε ‘Μουσταφά Κεμάλ», όπως και αντίστοιχα στην Τουρκία όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης έφτασε σε ένα τουρκικό λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας με ένα πλοίο που έφερε το όνομα «Βενιζέλος». Υπάρχουν διαφορετικά ονόματα για πολλές περιοχές: Νοτιοανατολική Τουρκία / Κουρδιστάν, Μακεδονία / Fyrom, Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου / Το ψευδοκράτος του Ντενκτάς, ΄Περιοχή Ανατολικής Μαύρης Θάλασσας / Πόντος, Ανατολία (Anadolu) / Μικρά Ασία, κ.ά. Οι τοπωνυμίες έχουν άμεση σχέση με κριτήρια εθνικής κυριαρχίας.[3]

 

     Η αποστροφή σε ονόματα δεν είναι πάντα του ιδίου μεγέθους. Οι Τούρκοι δυσανασχετούν με τον όρο Τουρκοκρατία που χρησιμοποιούν οι Έλληνες όταν αναφέρονται στην Οθωμανική κυριαρχία. Πάντως το αντέχουν. Αλλά απεχθάνονται το «Κωνσταντινούπολη» περισσότερο από ότι οι Έλληνες το Yunanistan.

     Και οι δύο πλευρές με μεγάλο πάθος αλλάζουν όσο μπορούν τις τοπωνυμίες που θυμίζουν τον Άλλο. Στην Τουρκία το νησί Ίμβρος έχει γίνει Gökçeada και το Τουρκολίμανο του Πειραιά έχει γίνει Μικρολίμανο. Εκατοντάδες τοπωνυμίες έχουν αλλάξει και η διαδικασία συνεχίζεται. Η ειρωνεία είναι ότι η προσπάθεια είναι αδιέξοδη. Τα «Βαλκάνια» είναι Τουρκική λέξη και η Ισταμπούλ προέρχεται, σύμφωνα με μια πειστική ετυμολογία, από τα ελληνικά.(στην Πόλη). Ακόμα και οι δύο συλλαβές της Τουρκίας (Türkiye) είναι ελληνικές (ια).

 

     Πάντως δεν είναι σημαντικά μόνο αυτά που λέμε. Αυτό που υπονοούμε ή αυτό που έμμεσα δηλώνουμε μπορεί να αποδειχτεί καταστροφικό. Ένα κλασικό παράδειγμα μπορεί να είναι αυτό που η τουρκική πλευρά συστηματικά τονίζει: «αιώνες ζήσαμε μαζί». Αυτό συνήθως προσφέρεται γαρνιρισμένο με το «ειρηνικά» και με το «φιλικά». Η ελληνική πλευρά δυσανασχετεί με αυτόν το λόγο του παρελθόντος. Για τους Έλληνες δεν υπήρξε «μια κοινή ζωή» αλλά μια περίοδος δουλείας που επιβλήθηκε με τη βία. Κάτι σαν τους ανθρώπους στις φυλακές, όπου οι φύλακες και οι άλλοι πίσω από τα σίδερα βρίσκονται πολύ κοντά αλλά δε ζουν «μαζί». Για τους Έλληνες η σύλληψη μιας θετικής πτυχής αυτής της περιόδου δεν είναι δυνατή, και βέβαια ούτε η «ειρήνη» ούτε η «φιλία».

     Η οθωμανική κυριαρχία που κράτησε αιώνες στην Ελλάδα αποκαλείται «Τουρκοκρατία».[4] Στα ελληνικά ηχεί σαν «τουρκική σκλαβιά». Η τουρκική πλευρά ξαφνιάζεται όταν ακούει τους Έλληνες να κάνουν λόγο για «Τούρκους» αντί για Οθωμανούς. Δεν καταλαβαίνουν γιατί οι Έλληνες είναι σε τέτοιο βαθμό κατά αυτής της περιόδου. Σκέπτονται και λένε: «μα στο κάτω κάτω μια πληθώρα ιστορικών αναγνωρίζει τόσα θετικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία! Ήταν τόσο επιεικής». Η ίδια σχεδόν διάσταση εκτίμησης παρατηρείται και στο θέμα του συστήματος «ντεβσιρμέ». Οι Έλληνες βλέπουν ένα παιδομάζωμα και βίαιο εξισλαμισμό ενώ οι Τούρκοι ούτε λίγο ούτε πολύ, μια κρατική υποτροφία ανώτερης εκπαίδευσης που παρέχει στους νέους ευκαιρίες ανωτάτων αξιωμάτων . Και ο καφές μας δεν πάει κάτω άνετα αν δεν χρίζεται δικός μας.    

*

 

     Η γλώσσα με την γενικότερή της έννοια, σαν μέσον επικοινωνίας, δεν περιορίζεται στον προφορικό και στον γραπτό λόγο αλλά περιλαμβάνει και την γλώσσα του σώματος, δηλαδή τις κινήσεις των χεριών, τις γκριμάτσες, τον τόνο της φωνής κ.ά. Η διαφορές σ’ αυτόν τον χώρο επίσης προκαλούν παρεξηγήσεις.

     Οι Έλληνες μιλούν πιο φωναχτά. Μπαίνουν στο θέμα ταχύτερα από τους Τούρκους οι οποίοι πρώτα συζητούν διάφορα και κάνουν συνηθισμένες ερωτήσεις φιλοφρονήσεων. Οι Τούρκοι αισθάνονται πιο άνετα όταν ακολουθούν μια εθιμοτυπία που τους είναι οικεία. Ξεκινάνε με χαιρετισμούς (καλημέρα, καλωσορίσατε), συνεχίζουν ρωτώντας για την υγεία του «άλλου» (πως είστε;) και μετά, μιλούν για τον καιρό ή για ουδέτερα θέματα πριν αποπειραθούν να θίξουν την ημερήσια διάταξη. Και όλα αυτά με αισθητές στάσεις μεταξύ κάθε φάσης. Οι Έλληνες είναι πιο ενθουσιώδεις να συζητήσουν το πρόβλημα, αλλά και πάλι όχι τόσο ευθείς, ας πούμε, όσο οι Αμερικανοί.

     Οι Έλληνες αισθάνονται ότι μπορούν να διακόπτουν τον συνομιλητή τους και είναι ικανοί να κάνουν μια συζήτηση μιλώντας όλοι μαζί. Μπορεί να δει κανείς μια μεγάλη παρέα στην ταβέρνα να απολαμβάνουν μια συζήτηση, με όλους να μιλούν και κανένα να μην ακούει. Στην Τουρκία μια ομάδα μπορεί να χαρεί την παρέα και σε απόλυτη σιωπή. Οι Τούρκοι δε βιάζονται να απαντήσουν. Δε νιώθουν υποχρεωμένοι να διακόψουν το συνομιλητή τους.[5] Οι Έλληνες θεωρούν επιτυχημένη μια απάντηση που δίδεται γρήγορα, ετοιμόλογα, σαν «ατάκα», και όχι τόσο αυτήν που εμπεριέχει γνώση, συνέπεια και είναι εντός του θέματος.

     Οι Έλληνες κινούν πιο ελεύθερα τα μέλη του σώματος τους (χέρια, πόδια, κεφάλι) όταν συνομιλούν. Από μια μεγάλη απόσταση μπορείτε να παρακολουθήσετε έναν Έλληνα να μιλά και να καταλάβετε τα επιχειρήματά του από τον τρόπο που κουνά τα χέρια και το σώμα του. Οι Τούρκοι είναι πιο αβίαστοι και συγκρατημένοι. Η εικόνα που έχει η κάθε πλευρά για τον εαυτόν της συμβαδίζει με αυτές τις συμπεριφορές. Οι Έλληνες απολαμβάνουν την ιδέα ότι έχουν ένα «μεσογειακό ταμπεραμέντο». Ο Ζορμπάς (the Greek) υποτίθεται ότι ακολουθεί τα αισθήματα του, το ένστικτό του, τις τάσεις του και (πάλι υποτίθεται) ότι συμβολίζει τον Έλληνα. Οι Τούρκοι θέλουν να πιστεύουν ότι είναι «ağırbaşlı», πράγμα που σημαίνει σοβαρός, αξιοπρεπής.[6]

     Οι Τούρκοι δημοσίως φιλούν το χέρι του πρωθυπουργού, των υπουργών και άλλων δημοσίων λειτουργών. Σταυρώνουν τα χέρια τους πάνω στην κοιλιά τους όταν είναι παρόντες οι «ανώτεροι». Αυτό εκλαμβάνεται από την άλλη πλευρά ως μια δήλωση παραδοσιακής, ακόμα και φεουδαρχικής υποταγής, ένα σημάδι έλλειψης δημοκρατικής ισότητας. Αυτό μπορεί να είναι εν μέρει σωστό. Από την άλλη οι Τούρκοι εκλαμβάνουν το φίλημα των θρησκευτικών εικόνων σχεδόν σαν ειδωλολατρία. Η ταφή του Ιησού, ο επιτάφιος, επίσης τους φαίνεται έτσι. Τους φαίνεται πολύ περίεργο ότι οι Έλληνες σταυροκοπιούνται στον δρόμο, στο τρένο κ.ά., όταν βλέπουν από πολύ μακριά μια εκκλησία. Υπάρχουν πολλές τέτοιου είδους πράξεις καθημερινότητας που ξαφνιάζουν και τελικά ενοχλούν τον «Άλλο». Ο Τούρκος υπουργός που επισκέφτηκε τη Δυτική Θράκη και σημείωσε το κούτελο του με το αίμα του προβάτου που θυσιάστηκε δημοσίως προς τιμήν του αποτέλεσε ένα δυσάρεστο θέαμα για τους Έλληνες. Οι Τούρκοι δυσανασχετούν με τους Έλληνες οι οποίοι έχουν την τάση να κουνούν το δάκτυλο τους (τον δείκτη) διδακτικά όταν μιλάνε στον «Άλλο» ή όταν του λένε τι είναι καλό για αυτόν. Εκλαμβάνουν την χειρονομία σαν μια ένδειξη αυθάδειας και υπεροψίας.

*

 

     Ας προσπαθήσουνε όμως να ερμηνεύσουμε αυτές τις ευαισθησίες και τους λόγους αυτών των τόσο διαφορετικών εθνικών επιλογών στον λόγο.      

   Κάτι που αντιμετωπίζουμε συχνά είναι η διαφορετική ερμηνεία του αρχαίου πολιτισμού της Ιωνίας. Καθημερινά Έλληνες τουρίστες επισκέπτονται τα αρχαία μνημεία αυτού του πολιτισμού στα δυτικά παράλια της Τουρκίας. Αυτοί οι Έλληνες αντιμετωπίζουν σκωπτικά τους τούρκους οδηγούς οι οποίοι απεγνωσμένα προσπαθούν να αποκρύψουν την ελληνικότητα των αρχαίων ευρημάτων. Ποτέ δεν αναφέρουν τη λέξη «Έλληνες» και δεν αναφέρουν τη γλώσσα αυτών των αρχαίων. Τα σχολικά βιβλία της Τουρκίας ακολουθούν την ίδια πρακτική. Οι Τούρκοι έχουν πολλές φορές εκφράσει τη δυσαρέσκεια τους για την αλαζονεία με την οποία οι Έλληνες τουρίστες διαβάζουν φωναχτά τις αρχαίες επιγραφές και για τον τρόπο που υποχρεώνουν τον οδηγό τελικά να παραδεχτεί την ελληνικότητα αυτού του πολιτισμού.

     Αυτή η αντιπαράθεση που προκαλεί αρκετή αγανάκτηση και στις δύο πλευρές δεν είναι μόνο ένα θέμα σωστής ιστορικής ανάλυσης. Ο αγώνας αυτός που γίνεται μεταξύ των δύο παρατάξεων γύρω από τα αρχαία ευρήματα έχει να κάνει με τα κυριαρχικά δικαιώματα της περιοχής. Το χαμόγελο του Έλληνα, όλο ευχαρίστηση, (για τον Τούρκο, αυτό είναι ένα αύθαδες χαμόγελο), ο οποίος καταφέρνει να διαβάσει μια αρχαία επιγραφή, αποκωδικοποιείται από έναν Τούρκοι ο οποίος βρίσκεται εκεί σαν μια ένδειξη ικανοποίησης επειδή ο Έλληνας πιστεύει ότι έχει αποδείξει τη συγγενική σχέση μεταξύ των αρχαίων κυρίαρχων της περιοχής και του ιδίου. Άρα έμμεσα νοείται ότι αυτά τα εδάφη θα πρέπει να είναι και Ελληνικά. Πολλές φορές μια τέτοιου είδους αναδόμηση είναι απλώς σωστή. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας φοβίας και ανασφάλειας της τουρκικής πλευράς.

     Όταν εξετάσουμε τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν παραπάνω θα δούμε ότι σε όλες τις περιπτώσεις ισχύει σχεδόν ο ίδιος κανόνας: Οι παρεξηγήσεις σχετίζονται με εθνικές ερμηνείες ιστορίας ή με σημειολογικές τοποθετήσεις που έχουν να κάνουν με κυριαρχικά δικαιώματα και με ευαισθησίες (κάποτε φοβίες, ανασφάλειες) που σχετίζονται με την εθνική ταυτότητα των εθνών. Όλη η διαμάχη φαίνεται να στοχεύει στην εξασφάλιση κάποιων εθνικών στόχων: εθνική ακεραιότητα, κυριαρχία, ανεξαρτησία, υπεροχή, ελευθερία. Όλα αυτά μάλλον εκλαμβάνονται από τα ενδιαφερόμενα έθνη σαν βασικές ανάγκες για μια πιο ευτυχισμένη και πιο ασφαλή ζωή.

     Οι κατηγορίες κατά του Άλλου μπορούν να κατανοηθούν σαν επιχειρήματα τα οποία υποστηρίζουν ότι ο Άλλος δε δικαιούται αυτά που διεκδικεί. Ο θυμός μπορεί να γίνει κατανοητός σαν μια έκφραση φόβου και αγωνίας απέναντι σε πιθανές αρνητικές εξελίξεις. Όλα τα σύμβολα και τα ονόματα σχετίζονται με αυτούς τους στόχους και τις φοβίες. Και έτσι όλες οι συμπεριφορές των δύο πλευρών, όσο και αυτό να μας φαίνεται περίεργο, αποκτούν μια έννοια που πηγάζει από εθνικές ανησυχίες, από φόβους και από ένα αίσθημα ντροπής για μια πιθανή μελλοντική καταστροφή.

     Παρατηρείται μια διαφορετική ερμηνεία της ιστορίας και του παρελθόντος, πράγμα που αντανακλάται στην γλώσσα της κάθε κοινότητας. Οι διαφορετικές ερμηνείες της ιστορίας προκαλούν και τις διαφοροποιήσεις στην γλώσσα. Διαφορετικές ερμηνείες του παρελθόντος σημαίνει και διαφορετικά έθνή. Οι λαοί που διαμορφώνουν «κοινές» ιστορικές ερμηνείες σπάνια αποτελούν και δύο διαφορετικά έθνη.

     Κάθε έθνος αναπτύσσει εθνικούς μύθους σχετικά με τον εαυτό του αλλά και σχετικά με τον «άλλο», και μαζί με αυτούς την σχετική «γλώσσα» του, την σημειολογία του. Αυτό είναι φυσικό και αυτονόητο. Το πρόβλημα όμως κάποτε είναι ότι οι συμβαλλόμενοι συχνά δεν συνειδητοποιούν την σχετικότητα της γλώσσας τους και την θεωρούν ένα όργανο που εκφράζει απόλυτες αλήθειες ή αντικειμενικές πραγματικότητες. Η γλώσσα όμως είναι «σχετική» όπως και τα ιστορικά φαινόμενα. Οι παρεξηγήσεις είναι αποτέλεσμα της άγνοίας αυτής της σχετικότητας.

     Η αποδόμηση των γλωσσικών παρεξηγήσεων θα φέρει στο φως όχι μόνο τους μηχανισμούς της γλώσσας σαν εκφραστή των λαών, αλλά και πολλά από τα πολιτικά προβλήματα που επηρεάζουν τις διμερείς σχέσεις των Ελλήνων και των Τούρκων.

 

***

 

ABSTRACT

 

Linguistic Misunderstanding Between Greeks and Turks

 

     Each national language is associated with a national interpretation of a past, imagined as the frame in which the nation acquires it essence. This historical perception may be understood as a myth upon which the communal existence is founded and determines its identity.

     Modern Greek and Turkish, as two national languages have developed a specifically national discourse with which they interpret the past -“history”- but also the “other”. Each side uses special wording to specify the same “things” - toponyms, historical events, groups of people, etc., - or use the same nomenclature to specify “things” perceived as wholly different by the “other” side. The specific use in each case is perceived as “a strange use”, as a “challenge” or even as an “insult” by the “other” side.

     This sphere of linguistic controversies is also associated with matters of sovereignty, of security dilemma, of worries of national integrity, national honor and insecurities with respect to national identity. Semantically the “misunderstanding” can be analyzed, deconstructed and shown that in fact the whole issue is one of a political and cultural controversy which is reflected indirectly to languages themselves. The recognition of this situation is a major step towards resolving some of the misunderstandings related to the Greek-Turkish issues.



[1] Οι Έλληνες επίσης χρησιμοποιούν τη λέξη Ρωμιός αλλά με μια διαφορετική έννοια: σαν συνώνυμο του Έλληνα. Π,χ,, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας όπως και ο (τουρκικής υπηκοότητας) Οικουμενικός Πατριάρχης μπορούν και οι δύο να χαρακτηριστούν σαν «Ρωμιοί».

[2] Γράμματα που αποστέλλονται από τη Σαουδική Αραβία με τη χώρα να αναφέρεται ως Yunanistan και μάλιστα με αραβικούς χαρακτήρες δεν αποτελούν πρόβλημα, η διεύθυνση αναγνωρίζεται.  

[3] Κάποιος φίλος μου αφηγήθηκε πως βρέθηκε σε ένα χωριό στη Μικρά Ασία όπου οι κάτοικοι του ήταν εξισλαμισθέντες Ρωμιοί οι οποίοι επέλεξαν αυτήν τη λύση για να μη φύγουν από την πατρίδα τους με την ανταλλαγή του 1923. Το νέο όνομα του χωριού ήταν Öztürkler Mahallesi που σημαίνει «γειτονιά των πραγματικών Τούρκων». Το αεροδρόμιο ‘Ελληνικό’ στην πραγματικότητα ιδρύθηκε σε μια περιοχή που ονομαζόταν ‘Χασάνι’. Είναι όμως σχεδόν αδύνατο ο απόλυτος εξαγνισμός του «Άλλου» από τα αμφισβητούμενα ονόματα. Ακόμα και οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών λίγα χρόνια πριν είχαν ονόματα που άνηκαν στον Άλλο: ο Έλληνας Κ. Καραμανλής (Karaman) και ο Τούρκος Α. Μεντερές (Μέανδρος). Πολλοί Έλληνες, για ιστορικούς λόγους, έχουν τουρκικά επώνυμα.

[4] Οι Έλληνες χρησιμοποιούν τη δυτική ορολογία όταν αποκαλούν «Τούρκους» τους Οθωμανούς. Ο χριστιανικός δυτικός κόσμος (και οι ελληνόφωνες) χρησιμοποίησαν αυτόν το όρο από την εποχή των σταυροφοριών. Οι Τούρκοι πιστεύουν ότι ο όρος Τουρκοκρατία είναι μια ελληνική προκατάληψη. Είναι πάντα σοφότερο να χρησιμοποιείται ο όρος «Οθωμανός» αντί του «Τούρκος».

[5] Αργότερα, κατά τη δεκάχρονή εμπειρία μου στη Σαουδική Αραβία, άρχισα να πιστεύω ότι όσο ανατολικότερα πας τόσο περισσότερο ο κόσμος δε βιάζεται και έχει λιγότερο άγχος.  

[6] Η εμπάθεια κάποτε είναι ανυπέρβλητη. Εκεί που κυριαρχεί η προκατάληψη ο Άλλος κρίνεται ότι εκφράζει τον εσωτερικό του αρνητικό κόσμο όταν κατσουφιάζει, την υποκρισία του όταν χαμογελά, και την ψυχρή και παγερή ψυχή του όταν φαίνεται ουδέτερος.

 

Your are currently browsing this site with Internet Explorer 6 (IE6).

Your current web browser must be updated to version 7 of Internet Explorer (IE7) to take advantage of all of template's capabilities.

Why should I upgrade to Internet Explorer 7? Microsoft has redesigned Internet Explorer from the ground up, with better security, new capabilities, and a whole new interface. Many changes resulted from the feedback of millions of users who tested prerelease versions of the new browser. The most compelling reason to upgrade is the improved security. The Internet of today is not the Internet of five years ago. There are dangers that simply didn't exist back in 2001, when Internet Explorer 6 was released to the world. Internet Explorer 7 makes surfing the web fundamentally safer by offering greater protection against viruses, spyware, and other online risks.

Get free downloads for Internet Explorer 7, including recommended updates as they become available. To download Internet Explorer 7 in the language of your choice, please visit the Internet Explorer 7 worldwide page.